- πάνσπερμος
- -ον, Ααυτός που αποτελείται από κάθε είδους σπέρματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -σπερμος (< σπέρμα), πρβλ. ολιγό-σπερμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πάνσπερμα — πάνσπερμος composed of all sorts of seeds neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσπερμος — η, ο (Α ἄσπερμος, ον) (για φυτά) αυτός που δεν παράγει σπέρμα ή που παράγει καρπούς χωρίς σπόρους («ἄσπερμον γένος», Θεόφρ. «άσπερμος σταφιδάμπελος») νεοελλ. χωρίς σπέρμα («άσπερμα αβγά» αυτά που δεν έχουν γονιμοποιηθεί) αρχ. 1. χωρίς σπέρμα,… … Dictionary of Greek
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
πανσπερμηδόν — Α επίρρ. με σπέρματα κάθε είδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάνσπερμος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] … Dictionary of Greek